λαρυγγολόγος

λαρυγγολόγος
ο
1. αυτός που ασχολείται με τη λαρυγγολογία
2. γιατρός ειδικός για τις παθήσεις τού λάρυγγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαρυγγολόγος — ο, η ο γιατρός που έχει ειδικευτεί στις παθήσεις του λάρυγγα, της μύτης και των αυτιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”